- ἰσόπτερος
- ἰσόπτεροςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ισόπτερος — ἰσόπτερος, ον (Α) γρήγορος σαν φτερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + πτερος (< πτερόν), πρβλ. κολεό πτερος, ορθό πτερος] … Dictionary of Greek
ἰσόπτερα — ἰσόπτερος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσόπτεροι — ἰσόπτερος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισ(ο)- — (ΑΜ ἰσ[ο]) α συνθ. λέξεων τής Αρχαίας Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα που σημαίνει: α) ισότητα ή ομοιότητα προς αυτό που δηλώνει το β συνθ. (ἴσανδρος, ἰσάνθρωπος, ἰσαπόστολος) β) ισοδυναμία ή ισοτιμία τού α προς το β συνθ … Dictionary of Greek
φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… … Dictionary of Greek
isopterous — adjective see isoptera * * * /uy sop teuhr euhs/, adj. belonging or pertaining to social insects of the order Isoptera, comprising the termites. [ < NL Isopter(a) + OUS; see ISO , PTEROUS] * * * isopˈterous adjective • • • Main E … Useful english dictionary